-
1 πρόβατα
овцыовец овцам πρόβατάΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρόβατα
-
2 πρόβατά
овецπρόβαταΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρόβατά
-
3 Εβάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα
– Εβάλανε την αλεπού τις όρνιθες να βλέπει• Пустили козла в огород• Послали волка овец стеречьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Εβάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα
-
4 Κι ο λύκος χορτάτος, και τα πρόβατα σωστά
Και την πίτα ολάκερη, και τον σκύλο χορτάτο– Και το σκύλο χορτάτο, και το ψωμί ακέριο– Κι ο λύκος χορτάτος, και τα πρόβατα σωστά• И волки сыты, и овцы целыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κι ο λύκος χορτάτος, και τα πρόβατα σωστά
-
5 Έβαλαν το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα
• Поставили волка овец сторожитьИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έβαλαν το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα
-
6 αλιζω
I(ᾰ) [ἅλς II]1) солить, посыпать солью(ἄρτοι ἡλισμένοι Arst.)
2) кормить солью(τὰ πρόβατα Arst.)
II(ᾱ) [ἁλής] собирать(ἄγορον φιλων Eur.; στρατόν Her.)
ἐπέν ἁλισθῇ ἥ στρατιά Xen. — когда армия будет собрана;ἁ. τινὰς εἰς ταὐτό Plat. — собирать кого-л. в одно место -
7 αποδερω
ион. ἀποδείρω1) сдирать кожу, обдирать(βοῦν, κεφαλήν Her.; βοσκήματα Plut.)
πρόβατα ἀποδαρέντα καὴ φυσηθέντα Xen. — надутые воздухом овечьи шкуры:ἀ. τινὰ τέν ἀνθρωπηΐην (sc. δοράν) Her. — сдирать с кого-л. кожу2) сдирать, снимать(δέρμα λέοντος ὀνύχεσσι Theocr.)
3) трепать, очищать(τέν ἄμοργιν Arph.)
-
8 αποκειρω
1) тж. med. стричь, обстригать(τὰς κεφαλάς Her.; ἀποκαρέντα πρόβατα Diod.)
2) тж. med. состригать, срезывать(χαίτην Hom.; τὰς κόμας Plat.; τὸν πώγωνα Luc.)
3) перен. стричь, обирать4) уничтожать, истреблять(ἄνδρας Aesch.; ἀποκείρεται ἄνθος πόλεως Eur.)
5) рассекать, разрезать(φλέβα Hom. - in tmesi)
-
9 γαλαθηνος
2питающийся (еще) молоком, грудной; находящийся в младенческом возрасте(νεβροὴ νεηγενέες Hom.; πρόβατα Her.; ὕες Arst.; ἄρνες Theocr.)
-
10 διασκορπιζω
1) разбрасывать, рассеивать(παρωθεῖσθαι καὴ διασκορπίζεσθαι Polyb.; διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα NT.)
2) расточать, растрачивать, проматывать(τέν οὐσίαν NT.)
-
11 διαστροφος
21) кривой, увечный(πρόβατα Her.; δ. τὸ σῶμα καὴ λελωβημένος Luc.)
2) искаженный, обезображенный(μορφέ καὴ φρένες Aesch.)
3) косящий или безумно глядящий(ὀφθαλμός Soph.)
-
12 εμμαλλος
-
13 εμπηρος
21) искалеченный, изувеченный(πρόβατα Her.)
2) увечный, обладающий физическим недостатком(παρθένος ἄμορφος καὴ ἔ. Her.)
-
14 εξελαυνω
эп. тж. ἐξελάω (fut. ἐξελάσω и ἐξελῶ)1) выгонять(μῆλα ἄντρου Hom.; τὰ πρόβατα ὀψὲ τῆς ἡμέρας Arst.)
2) угонять(ἵππους Τρώων μετ΄ Ἀχαιούς Hom.; med. ἵππους ὑφ΄ ἅρματι Theocr.)
3) гнать вперед или напролом(ἁρμάτων ὄχους Eur.)
4) изгонять(τινὰ γαίης Hom.; Τιτῆνας ἀπ΄ οὐρανοῦ Hes.; δωμάτων Aesch.; πάτρας и ἐκ τῆς πατρίδος Soph.; πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάττης Plat.; med. ἐκ τῆς χώρας Thuc.)
5) выводить, уводить, вести(στρατὸν и στρατιήν Her.)
ἐ. τὸν Ἴακχον Plut. — выступать в шествии, совершать шествие с изображением Иакха (Диониса);τὸν θρίαμβον ἐξελάσαι Plut. — совершить триумфальный въезд6) выбивать, вышибать(πάντας ὀδόντας γναθμῶν Hom.)
7) выковывать, коватьτὸ κέντρον ἐπὴ λεπτὸν ἐξεληλασμένον Polyb. — тонко откованное острие8) (sc. ἑαυτόν) бросаться, устремляться(ἐς πληθύν Hom.)
9) (sc. ἵππον, στρατιάν etc.) выступать (преимущ. в поход), отправляться(ἔς Βοιωτούς Her.; διὰ τῆς Λυδίας ἐπὴ τὸν Μαίανδρον ποταμόν Xen.)
-
15 επισφαζω
или ἐπισφάττω1) (на чем-л., у или после чего-л.) закалывать, умерщвлять, убивать(τινὰ τάφῳ Eur.)
πρόβατά τινι ἐ. Xen. — закалывать ягнят при погребении кого-л.;αἷμα μηλείου φόνου ἐ. Eur. — окропить овечьей кровью (погребальный костер);τινὰ ἐ. τινί Plut. — умерщвлять кого-л. вслед за кем-л.2) добивать, приканчивать(τινά Luc., Plut.)
-
16 ερημος
I2 и 3, атт. тж. ἔρημος 21) пустынный, безлюдный(νῆσος Hom.; πάγος Aesch.; λιμήν Thuc.)
ὅ ἀγὼν οὗτος ἐρημότερος γεγένηται ἢ ἐγὼ προσεδόκων Lys. — в этом процессе оказалось меньше участников, чем я предполагал2) покинутый, брошенный(ἐ. κἄφιλος ἀνήρ Soph.)
τὰ ἐρῆμα (sc. πρόβατα) φοβεῖται Hom. — брошенные (пастухом овцы) разбегаются;ἐ. πλάνος Soph. — одинокое скитание3) ( о животных) одиноко живущий (не стаями)(ὄρνιθες Plut.)
4) лишенный, не имеющий(συμμάχων Her., Plut.; πατρὸς καὴ μητρός Plat.; πάντων Plut.)
ἐ. πρὸς φίλων Soph. — лишенный друзей, без друзей;ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τέν πόλιν ποιεῖν Plat. — избавить государство от дурных людей5) юр. не имеющий наследников, выморочный(κλῆροι Isae.)
6) юр. решаемый в отсутствие обвиняемого или ответчика, заочный(δίκη Dem.; καταδίκη Plut.)
ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός Thuc. — заочно вынести кому-л. смертный приговорIIатт. тж. ἔρημος ἥ (sc. χώρα) пустыня, безлюдная местность Her. etc. -
17 καταθυω
1) приносить или закалывать в жертву(πρόβατα Her.; τὰ τέκνα τῷ Κρόνῳ Plut.)
2) жертвовать(τέν δεκάτην Xen.)
3) med. привораживать к себе, околдовывать(τοῖς φίλτροις Theocr. - v. l. καταδέω I)
-
18 κατασπενδω
(fut. κατασπείσω)1) совершать возлияние(τοῖς θεοῖς Polyb.; χοὰς ὑπὲρ μητρὸς τάφου Eur.)
2) выливать, наливать(ἀμβροσίαν κατά τινος Arph.)
3) омывать слезами, т.е. оплакивать(τινὰ δακούοις Eur.; τινά Anth.)
4) окроплять перед принесением в жертву(τινά Diod.; πρόβατα κατεσπεισμένα Plut.)
5) посвящать(Μούσαισι, Διωνύσῳ καὴ Ἔρωτι κατεσπείσθη πᾱς ὅ τεὸς βίοτος Anth. - об Анакреонте)
-
19 λεπτυνω
1) снимать шелуху, очищать(Δηοῦς καρπόν Anth.)
2) делать худым, истощать, изнурять(τὰ πρόβατα Arst.)
; pass. худеть3) делать узким, суживать(τὸ σχῆμα τῶν ταγμάτων Polyb.)
4) разжижать(τὸ αἷμα Plut.)
5) делать тонким, высоким(φωνέν βαρεῖαν Babr.)
6) перерабатывать, перемалывать(τροφήν Plut.)
-
20 λυκοβρωτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προβάτα — η, Ν η προβατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μουλάρα)] … Dictionary of Greek
προβάτα — η βλ. προβατίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόβατα — πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρόβαθ' — πρόβατα , πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd pl πρόβᾱθι , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd sg (doric) πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor ind act 2nd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβατ' — πρόβατα , πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor ind act 2nd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
οβίνες — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους όβις (ovis), της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των καπρινών. Μερικοί επιστήμονες χωρίζουν τα βοοειδή σε δυο διαφορετικές υποοικογένειες: τους καπρίνες και τους οβίνες. Στη ζωοκομία όμως, με τον… … Dictionary of Greek